καθηγητικός

καθηγητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καθηγητή: Χηρεύουν δύο καθηγητικές έδρες στη Φιλοσοφική σχολή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθηγητικός — ή, ὁ (Α καθηγητικός, ή, όν) [καθηγητής] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε καθηγητή («καθηγητικός μισθός») αρχ. ικανός για καθοδήγηση, οδηγητικός …   Dictionary of Greek

  • καθηγητικόν — καθηγητικός able to guide masc acc sg καθηγητικός able to guide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητικήν — καθηγητικός able to guide fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηγητικῷ — καθηγητικός able to guide masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”